- ἐλεημοσύνης
- ἐλεημοσύνηpityfem gen sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
βαλάντιο — I Σακουλάκι από ύφασμα, δέρμα ή άλλο υλικό, που το χρησιμοποιούσαν κατά την αρχαιότητα για τη φύλαξη χρημάτων. Επειδή τα αρχαία β. κατασκευάζονταν από υλικά που φθείρονταν εύκολα, δεν έχουν διασωθεί παρά ελάχιστα. Έχουμε όμως μια πλήρη εικόνα… … Dictionary of Greek
αλεημόνητος — η, ο [ελεημονώ] αυτός που δεν τόν ελεημόνησαν, ή δεν είναι άξιος ελεημοσύνης επίρρ. αλεημόνητα χωρίς ελεημοσύνη, αλλά και χωρίς έλεος, άσπλαχνα, σκληρά … Dictionary of Greek
κιβώτιο — το (ΑΜ κιβώτιον, Μ και κιβώτιν) μεγάλη ή μικρή θήκη από ξύλο ή άλλο υλικό σχήματος ορθογώνιου παραλληλεπιπέδου, με κάλυμμα επίπεδο ή κυρτό, στην οποία φυλάσσονται ή τοποθετούνται για μεταφορά τρόφιμα, εμπορεύματα, ρούχα κ.ά. αντικείμενα, κουτί,… … Dictionary of Greek
μπαρόκ — Η λέξη μπαρόκ, ως όρος χαρακτηρισμού ενός ρυθμού, είχε αρχικά έννοια αρνητική και μειωτική. Μόνο κατά τα τελευταία χρόνια ο Ιταλός γλωσσολόγος Μπρούνο Μιλιορίνι και άλλοι Γάλλοι επιστήμονες κατόρθωσαν να εξακριβώσουν την αρχική έννοια του όρου.… … Dictionary of Greek
συντεχνία — Εμπορική και βιοτεχνική ένωση του Μεσαίωνα, στην οποία ανήκαν όλοι όσοι ασκούσαν την ίδια οικονομική δραστηριότητα, με σκοπό την προάσπιση κοινών συμφερόντων. Οι σ. υπήρξαν ιδιαίτερα πολυάριθμες και ανθηρές μεταξύ 12ου και 14ου αι. Οι ρίζες των σ … Dictionary of Greek
φιλανθρωπία — η, ΝΜΑ [φιλάνθρωπος] 1. η αγάπη προς τον άνθρωπο, προς το ανθρώπινο γένος, φιλαλληλία («τῶν Ἑλλήνων... πραότητα καὶ φιλανθρωπίαν», Iσοκρ.) 2. συν. στον πληθ. οι φιλανθρωπίες και αἱ φιλανθρωπίαι φιλανθρωπικές πράξεις, ευεργεσίες 3. θεολ. η αγάπη… … Dictionary of Greek
Μανολάκης, Καστοριανός — (17ος αι.). Πλούσιος έμπορος. Καταγόταν από την Καστοριά. Μπορεί να θεωρηθεί ο πρώτος Έλληνας ο οποίος δικαιούται τον τίτλο του εθνικού ευεργέτη. Υπάρχουν ελάχιστες πληροφορίες για τη ζωή του. Εμφανίστηκε το 1660 στην Κωνσταντινούπολη ως… … Dictionary of Greek
Ομοσπονδιακό Θέατρο — (Federal Theatre). θεατρικός οργανισμός των ΗΠΑ, που ιδρύθηκε από την κυβέρνηση Ρούσβελτ για να ανακουφίσει τη θεατρική ανεργία (1935 1939). Η Χάλυ Φλάναγκαν, σκηνοθέτης και μελετητής του θεάτρου, η οποία ανέλαβε τη διεύθυνση του τεράστιου… … Dictionary of Greek
Τραπεζούντιος, Γεώργιος — (Ηράκλειο, Κρήτης 1395 – Ρώμη 1486). Λόγιος που καταγόταν από την Τραπεζούντα. Σπούδασε ελληνική και λατινική φιλολογία στη Βενετία και την Πάντοβα και δίδαξε ρητορική και φιλοσοφία στη Φλωρεντία και στη Ρώμη, επί πάπα Ευγένιου Δ’. Στη συνέχεια… … Dictionary of Greek